Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας, ο Ανδρέας
Παναγίδης και ο Στέλιος Μαυρομάτης οδηγήθηκαν στην αγχόνη, ξημερώματα της Παρασκευής
της εικοστής-πρώτης Σεπτεμβρίου 1956. Είχαν συλληφθεί και καταδικαστεί από τους
άγγλους αποικιοκράτες λόγω της δράσης τους στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της
Ε.Ο.Κ.Α. Εκείνη την μαύρη Παρασκευή στο αντάρτικο λημέρι όπου βρισκόταν ο έφηβος
Ευαγόρας Παλληκαρίδης έγραψε για τους Τρεις το ποίημά του υπό τον τίτλο «Το
τελευταίο Τρίο απαγχονισμού». Ξάδελφος του Παλληκαρίδη ήταν ο ένας από το
«Τρίο», ο Στέλιος Μαυρομμάτης. Τους στίχους, μελοποίησε αρκετά χρόνια μετά ο
Μιχάλης Χριστοδουλίδης και είναι το τραγούδι «Ποτέ δεν θα πεθάνουνε», στο δίσκο
«Των Αθανάτων», του Γ. Νταλάρα με το Φωνητικό Σύνολο Διάσταση και τον Δώρο
Δημοσθένους: «Γιατί μαυρίζει ο ουρανός κι ας είναι καλοκαίρι λες κι η αυγή
κατάμαυρο χαμπάρι θα μας φέρει. Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί των κι όλη η γη....Κι είναι γλυκό το κλάμα τους,
από χαρά λες κλαίνε λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή. Ποτέ δε θα
πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα. Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια
μέρα και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα στο ελληνικό νησί».
Όπως όλοι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ
και ιδιαίτερα όσοι γνώρισαν τον θάνατο μέσω της αγχόνης, έτσι και οι τρείς
αυτοί ήρωες, αντιμετώπισαν τον θάνατο τους με ψυχραιμία, ανδρεία και περηφάνια.
Ψυχραιμία που πήγαζε από την τεράστια πίστη που είχαν και οι τρεις στον Θεό.
Ανδρεία για τα ιδανικά και τον σκοπό της Ε.Ο.Κ.Α. που υπηρετούσαν και Περηφάνια
για τα ονόματα, που θα άφηναν πίσω για τις οικογένειες τους. Χαρακτηριστικό της
ψυχραιμίας που επέδειξαν, το αναλυτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Φιλελεύθερος»
που παρακολούθησε από κοντά τις τελευταίες ώρες των μελλοθανάτων. Σύμφωνα με
την εφημερίδα, οι αγωνιστές είπαν «ότι αντιμετωπίζουν με μεγάλην αταραξίαν την
επικειμένην εκτέλεσίν των. Στο κάτω-κάτω, προσέθεσαν, κάθε άνθρωπος οφείλει την
ψυχήν του εις τον Θεόν. Ο Παναγίδης ανεφέρθη με συγκίνησιν διά την σύζυγόν του
και τα τέκνα του. Συναισθάνομαι πλήρως, είπεν, ότι είμαι οικογενειάρχης με
σύζυγον και τρία ανήλικα παιδιά, τα οποία εγκαταλείπω τελείως απροστάτευτα και
άνευ περιουσίας. Αλλά βαδίζω προς τον θάνατον βέβαιος ότι τόσον οι συγγενείς
όσον και οι φίλοι μου και εν γένει οι συμπατριώται μου θα τα φροντίσουν….» («Ο
Φιλελεύθερος», 20.9.1956).
Συγγενείς των μελλοθανάτων,
μιλώντας στον «Φ» είπαν ότι «εύρον τους νέους εντελώς ψυχραίμους, ετοίμους να
αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Τον Μιχαήλ Κουτσόφταν εύρον οι οικείοι του ψάλλοντα
θρησκευτικούς ύμνους και το ‘Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει’. Μόλις αντίκρισε την
σύζυγόν του Ευγενίαν, της είπε: Θέλω να σταθής ανταξία μου, δεν θέλω κλάματα
και λύπες. Προς την μητέραν του Ελένην είπεν ότι ήλθε η ώρα διά να δείξη ότι
είναι πραγματική Ελληνίς μητέρα. Πρέπει να ξέρετε ότι όταν θα βαδίζω εις την
αγχόνην την νύχταν της Πέμπτης θα ψάλλω τον εθνικόν μας ύμνον. Εν συνεχεία
συνέστησεν εις τους αδελφούς και αδελφάς του, Πέτρον, Κώσταν, Παρασκευούν και
Ολυμπιάδα να παρηγορήσουν την μητέρα των. Αδέλφια μου, είπε, θα πάω να εύρω τον
μακαρίτην πατέρα μας» («Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956).
Ομιλών εκ μέρους όλων ο Στέλιος
Μαυρομάτης είπε τα εξής: «Αισθανόμεθα απόλυτον γαλήνην, διότι είμεθα
πεπεισμένοι ότι ο Θεός μας έχει ήδη συγχωρήσει και μας συμπαρίσταται.
Ενθυμούμεθα τα λεχθέντα υπό του Θεανθρώπου ότι απήλλαξε τον άνθρωπον από τον
φόβον του θανάτου και ότι δεν πρέπει να φοβήται κανείς οιανδήποτε περίστασιν,
εάν χάνεται με το σώμα του, αφήνει όμως την ψυχήν του ανέπαφον». Ο Μαυρομάτης
είπε τα εξής: ‘Είμαι ευχαριστημένος διότι μου εδόθη η ευκαιρία να γνωρίζω την
ημέραν του θανάτου μου και να ετοιμαστώ πλήρως διά να την αντιμετωπίσω. Η μόνη
μου μελαγχολική σκέψις είναι το μέλλον της οικογενείας μου και ιδιαιτέρως των
δύο ανυπάνδρων αδελφών μου, πολύ περισσότερον μάλιστα που ο πατήρ μου είναι ήδη
ηλικιωμένος. Λυπούμαι όταν σκέπτωμαι ότι ούτος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται
σκληρά εις τα γηρατεία του» («Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956).
Οι τρεις νέοι οδηγήθηκαν στην
αγχόνη με το κεφάλι ψηλά… δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή να λιποψυχήσουν. Έψελναν
ξανά και ξανά τον Εθνικό Ύμνο, μέχρι που ο γδούπος της καταπακτής πάγωσε για
λίγο τις φυλακές. Αλλά αμέσως μέσα σε κλίμα συγκίνησης οι κρατούμενοι φώναζαν
"ΑΘΑΝΑΤΟΙ - ΑΘΑΝΑΤΟΙ". Έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία της Κύπρου και την ΕΝΩΣΗ της με τη μητέρα πατρίδα,
την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου